προετοιμάζω

προετοιμάζω
προετοιμάζω, προετοίμασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… …   Dictionary of Greek

  • προετοιμάζω — προετοίμασα, προετοιμάστηκα, προετοιμασμένος 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω. 2. προδιαθέτω: Φρόντισε με τρόπο να τον προετοιμάσεις για το ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προετοιμάσει — προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προετοιμάζω get ready beforehand fut ind mid 2nd sg προετοιμάζω get ready beforehand fut ind act 3rd sg προετοιμάσει , προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμασθέντα — προετοιμάζω get ready beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προετοιμάζω get ready beforehand aor part pass masc acc sg προετοιμασθέντα , προετοιμάζω get ready beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προετοιμασθέντα , προετοιμάζω get… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμασάντων — προετοιμάζω get ready beforehand aor part act masc/neut gen pl προετοιμάζω get ready beforehand aor imperat act 3rd pl προετοιμασάντων , προετοιμάζω get ready beforehand aor part act masc/neut gen pl προετοιμασάντων , προετοιμάζω get ready… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάζει — προετοιμάζω get ready beforehand pres ind mp 2nd sg προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd sg προετοιμάζει , προετοιμάζω get ready beforehand pres ind mp 2nd sg προετοιμάζει , προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάζοντι — προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat sg προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd pl (doric) προετοιμάζοντι , προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat sg προετοιμάζοντι , προετοιμάζω get ready… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάζουσι — προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προετοιμάζουσι , προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάσησθε — προετοιμάζω get ready beforehand aor subj mid 2nd pl προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act 2nd pl (epic) προετοιμάσησθε , προετοιμάζω get ready beforehand aor subj mid 2nd pl προετοιμάσησθε , προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοίμαζε — προετοιμάζω get ready beforehand pres imperat act 2nd sg προετοίμαζε , προετοιμάζω get ready beforehand pres imperat act 2nd sg προετοιμάζω get ready beforehand imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προετοίμαζε , προετοιμάζω get ready beforehand… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”